μηχανοκίνητος

μηχανοκίνητος
-η, -ο
1. αυτός που κινείται με μηχανή ή μηχανές
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηχανοκίνητα
στρ. α) τα οχήματα τού στρατού που μεταφέρουν τμήματά του
β) τα τεθωρακισμένα
3. φρ. «μηχανοκίνητα αθλήματα» — γενικός χαρακτηρισμός αγωνισμάτων που διεξάγονται με μηχανοκίνητα μέσα, όπως είναι η αθλητική αεροπορία, οι αυτοκινητοδρομίες, οι αγώνες μοτοσυκλετών, οι αγώνες ταχύπλοων σκαφών κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κινητός (< κινώ) πρβλ. ατμο-κίνητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηχανοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με μηχανές: Μηχανοκίνητα οχήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιοτ — το θαλαμηγός ιστιοφόρος ή μηχανοκίνητος, σκάφος αναψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) yacht] …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βιομηχανικό Ερμούπολης (Σύρου) — Το μουσείο στο οποίο παρουσιάζεται η βιομηχανική ιστορία της Σύρου λειτουργεί από τον Μάιο του 2000 στο υποδειγματικά ανακαινισμένο πρώην χρωματουργείο Κατσιμαντή, ένα χτίσμα του 1888, που θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”